κοόρτις

κοόρτις
-ιος και -εως, η (Α κοόρτις, -ιος)
τμήμα στρατού από τρεις σπείρες*, που αποτελούσε τη βασική μονάδα, δηλαδή το ένα δέκατο, τής ρωμαϊκής λεγεώνας
νεοελλ.
βιολ. σύνολο ατόμων ή ζευγών που έχουν ζήσει μαζί το ίδιο δημογραφικό φαινόμενο κατά τη διάρκεια τής ίδιας περιόδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cohors-tis].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • КОГОРТА —    • Cohors,          первоначально означало только соединение нескольких пехотных войск в одно целое. Polib. 11, 23: τρει̃ς σπείρας του̃το δε καλει̃ται το σύνταγμα τω̃ν πεζω̃ν παρά Ρωμαίοις κόορτις. В разделенном на манипулы легионе Полибия 3… …   Реальный словарь классических древностей

  • σπείρα — Διακοσμητικό μοτίβο πολύ διαδομένο στην προϊστορική εποχή. Η φύση του σχήματος αυτού είναι διπλή: μπορεί να παραστάνει μια καθαρή γεωμετρική αφαίρεση ή να είναι η σχηματοποιημένη αναπαράσταση φυσικών μορφών. Στη δεύτερη φύση της παρουσιάζεται για …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”