- κοόρτις
- -ιος και -εως, η (Α κοόρτις, -ιος)τμήμα στρατού από τρεις σπείρες*, που αποτελούσε τη βασική μονάδα, δηλαδή το ένα δέκατο, τής ρωμαϊκής λεγεώναςνεοελλ.βιολ. σύνολο ατόμων ή ζευγών που έχουν ζήσει μαζί το ίδιο δημογραφικό φαινόμενο κατά τη διάρκεια τής ίδιας περιόδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cohors-tis].
Dictionary of Greek. 2013.